αναλλάζω

αναλλάζω
1. αντικαθιστώ τα βρόμικα εσώρουχα με καθαρά ή τα καθημερινά ρούχα με γιορτινά
2. μεταβάλλομαι, αλλάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”